ζῶμ'

ζῶμ'
ζῶμι , ζάω
pres subj act 1st sg (epic)
ζῶμαι , ζάω
pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
ζῶμαι , ζάω
pres ind mp 1st sg
ζῶμι , ζέω
boil
pres subj act 1st sg (epic)
ζῶμαι , ζέω
boil
pres subj mp 1st sg (attic epic doric)
ζῶμα , ζῶμα
loin-cloth
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζουμί — το (Μ ζουμί και ζουμίν) 1. ζωμός μαγειρεμένου φαγητού, οσπρίων, κρέατος, ψαριού κ.λπ. 2. χυμός φρούτου, καρπού κ.λπ. 3. αφέψημα 4. ό,τι ουσιαστικό μπορεί ν αποκομίσει κανείς από κάτι, ουσία, ενδιαφέρον, κέρδος, περιεχόμενο 5. παροιμ. «η γριά κότα …   Dictionary of Greek

  • κιστίδιον — κιστίδιον, τὸ (Α) μικρό κιβώτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίστη + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. ζωμ ίδιον, χοιρ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • μυστίλη — μυστίλη, ἡ (Α) τεμάχιο άρτου, κόρα ψωμιού, στο οποίο έδιναν σχήμα κουταλιού και με το οποίο έτρωγαν τους ζωμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μυστίλη, που είναι αρχαιότερος από τον τ. μύστρον, έχει επίθημα ίλη (πρβλ. ζωμ ίλη, στροβ ίλη) και φαίνεται ότι… …   Dictionary of Greek

  • οινήρυσις — οἰνήρυσις, ἡ (Α) αγγείο, για άντληση οίνου («φέρε τὴν οἰνήρυσιν ἵν οἶνον ἐγχέω λαβὼν ἐς τοὺς χόας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ἄρυσις (< ἀρύω «αντλώ»), πρβλ. ζωμ ήρυσις. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”